- τυροφάγος
- -α, -ο / τυροφάγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ννεοελλ.-μσν.(το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος(ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή τής Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς τής Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά επιτρέπεται να τρων τυρί, γάλα, βούτυρο, αβγά και ψάρια, αλλ. Εβδομάδα Τυροφάγου ή Εβδομάδα Τυρινής2. φρ. «η Κυριακή τής Τυροφάγου» — η τελευταία Κυριακή τής Αποκριάς, η αμέσως πριν από την Καθαρή Δευτέρα Κυριακήνεοελλ.αυτός που τρώει πολύ ή μόνον τυρίαρχ.(ως χαρακτηρισμός ποντικού) αυτός που τρώει τυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.